ἑψήσῃ

ἑψήσῃ
ἑψήσηι , ἕψησις
boiling
fem dat sg (epic)
ἕψω
Acut. (Sp.)
aor subj mid 2nd sg
ἕψω
Acut. (Sp.)
aor subj act 3rd sg
ἕψω
Acut. (Sp.)
fut ind mid 2nd sg
ἑψάω
aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
ἑψάω
aor subj act 3rd sg (attic ionic)
ἑψάω
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
ἑψέω
aor subj mid 2nd sg
ἑψέω
aor subj act 3rd sg
ἑψέω
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έψηση — η (Α ἕψησις) [ἕψω] βράσιμο, μαγείρεμα νεοελλ. ψήσιμο αρχ. 1. (για μεταλλεύματα) η τήξη, η χώνευση …   Dictionary of Greek

  • εψικός — ἑψικός, ή, ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στην έψηση 2. πάπ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑψικά τα ψηστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕψηση ή ἑψία] …   Dictionary of Greek

  • εψησίμετρο — και εψήμετρο και εψόμετρο, το θερμομετρικό και μανομετρικό όργανο με το οποίο παρακολουθείται το βράσιμο τών σακχαρούχων χυμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕψηση (< ἕψω) + μέτρο] …   Dictionary of Greek

  • εψητικός — ἑψητικός, ή, όν (Α) [ἑψητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έψηση, στο βράσιμο ή στο ψήσιμο …   Dictionary of Greek

  • όπτηση — (Α ὄπτησις) [οπτώ] ψήσιμο στη φωτιά, σε αντιδιαστολή προς την έψηση, προς το βράσιμο αρχ. 1. ψήσιμο τού ψωμιού στον κλίβανο 2. καμίνευση πήλινων αγγείων 3. (για χυμούς) υπερθέρμανση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”